ὁλοσώματος — of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσώματον — ὁλοσώματος of masc/fem acc sg ὁλοσώματος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
вьсетѣлесьнъ — (2*) пр. Имеющий четкие очертания: всетелесна рече ˫азва но неисцѣлна. (ὁλοσώματος) ГБ XIV, 166б; | о призраке: не самого възведе, но мечетнѹю видь. ибо д҃шею и тѣломь приплетенъ сы ѥсть Самоилъ, ˫ако и всетелесна ѥго видѣ || Саѹлъ. (ὁλοσώματον)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek
ολόσωμος — η, ο (ΑΜ ὁλόσωμος, ον) αυτός που έχει ή περιλαμβάνει όλο το σώμα ή αυτός τού οποίου το σώμα είναι πλήρες νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ολόσωμα ζωολ. μικροσκοπικοί οργανισμοί χωρίς ειδικά όργανα, τών οποίων το σώμα δεν φέρει καμία υποδιαίρεση … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
ὁλοσωμάτωι — ὁλοσωμάτῳ , ὁλοσώματος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)